- φθισιώ
- (α) αμετ. болеть туберкулёзом, чахоткой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φθισιώ — φθισιῶ, άω, ΝΑ (λόγ. τ.) πάσχω από φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθίσις + κατάλ. ιῶ/ ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ναυτ ιῶ)] … Dictionary of Greek